στορύνη

στορύνη
ἡ, Α
είδος χειρουργικού εργαλείου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τ. άγνωστης ετυμολ. με επίθημα -ύνη (πρβλ. τορύνη)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • στορύνη — fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στουρνάρι — το, Ν 1. πυριτόλιθος, τσακμακόπετρα 2. σκληρή και αιχμηρή πέτρα («χωράφι γεμάτο στουρνάρια και αγριόχορτα») 3. άξεστος και αμόρφωτος άνθρωπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο αρχ. *στορυνάριον, υποκορ. τού στορύνη «χειρουργικό εργαλείο»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”